ευαισθησίας, ελαφρώς εύθραυστο
βαμμένο με λίγη παρηγορητικότητα
το βλέμμα τους παίρνει σχήμα
ανεκπλήρωτης υπόσχεσης
που επιπλέει απαλά στο κύμα
κι ένα υπόγειο ρεύμα το οδηγεί αργά
εκεί που χάνονται τα μάτια ατενίζοντας.
Είναι μια άχαρη και δύσκολη διαδικασία μα
χρειάζονται συμπάθεια για το μέλλον
κι έναν δρόμο να βαδίζουνε ησύχως
χωρίς πισωγυρίσματα για να καθαρίσουν
απομεινάρια και λεκέδες.
Ενδεχομένως κάποτε
σε ένα τυχαίο άφεγγο στενό
της πολυσύχναστης λεωφόρου
να προσπεράσουν οι ματιές μας
το ίδιο γυάλινο βάζο που κοσμεί
τη βιτρίνα παλαιοπωλείου
με φτιασιδωμένα κατηφορικά φρύδια
και χέρια τοποθετημένα εντέχνως
σε θέση παράλυσης θα κοντοσταθούμε
να αναψαχουλέψουμε για λίγα δευτερόλεπτα
τη μονοχρωμιά των ανακλάσεων
κάπως θα βολέψουμε την ουρά
κάτω απ’ τα σκέλια μας
κι έτσι αμίλητα τακτοποιημένοι
θα προχωρήσουμε δήθεν ευθεία
πηγαίνοντας λίγο παρακάτω
τις ξεχειλισμένες μας εικόνες
που κάθε πρωί βγαίνουν με λουρί περίπατο
στον έξοχο κόσμο τον καλοβαλμένο.
Κανείς.
Ο κόσμος γίνεται
μια απέραντη πτώση.
Ο ουρανός έχει
χρώμα εύφλεκτο.
Πίνω τις πικρές σκιές
των υλοτόμων
και των κομμένων δέντρων τους.
Κάτω απ’ τον ήχο
του σπασμένου μου λυγμού
έρποντα αναμνηστικά απουσίας
σφίγγουν τη δεξιά μου ωμοπλάτη.
Γυρίζω πίσω σ’ εμένα.
Μην κλαις
γιατί ακρωτηριάζομαι.
Συγχωρείται όποιος αγάπησε πολύ.
Πάλι λερώθηκες;
Έσταξε λίγο φεγγάρι
στο φουστάνι μου
ήταν που ήθελα
να σβήσω χορτασμένη
στην κοιλιά του δάσους
περήφανος ο λύκος
θα μ’ επιδείξει
σ’ όλα τα ξέφωτα
κι ύστερα μαζί
θα αποκαλυφθούμε στο κοπάδι
και οι δυο νεκροί
κι ακίνδυνοι.
ἀλλά τι τοιοῦτον οἷον τὸ ὄν, ὂν δὲ οὔ·
... τοῦτο ἀμυδρόν τι τυγχάνει ὂν πρὸς ἀλήθειαν».
Πλάτωνος, Πολιτεία, 597a 4-5, 10-11
Κι όμως προσπαθήσαμε
πήραμε ανηφόρες στα χέρια
τραγουδήσαμε την ελευθερία των πουλιών
φτιάξαμε πολλές παραλλαγές ζωής
αντίγραφα των αντιγράφων
με χώματα και αίματα
με μάτια κλειστά και στόματα ανοιχτά
με μια μικρή ελπίδα
ότι δεν χρειάζεται ιδιαίτερες εξηγήσεις
ο ήλιος για να τον καταλάβεις.
Κι όμως θαφτήκαμε ανώνυμοι
επειδή στην παλαίστρα
εσύ έχυνες περισσότερο σιρόπι απ’ τους άλλους
κι εγώ ήμουν περισσότερο πεθαμένη απ’ αυτούς.
Κι όμως νομίζαμε ότι ήμασταν τόσο μεγάλοι
εμείς οι τόσο μικροί
οι τόσο καιρό διάφανοι και κοιμισμένοι.
Φ Α Ν Τ Α Σ Μ Α Τ Α
Φοβάμαι
εμένα
όπως πνίγομαι
στη μικρή κουταλιά
της χώρας των θαυμάτων.
Το πόδι μου εκκρεμές
κρυφός προδότης
αιωρουμένων αναμνήσεων
κι αυτοσχέδιων ερωτηματικών.
Περιφέρομαι
γύρω απ' τη μαύρη τρύπα μου
με ρουφάει
εμφανίζομαι
στο ενδιάμεσα
πίσω υπάρχει ένα κουτί
μπροστά χιλιάδες δόντια
σπαραγμού
Πώς διευθετούνται
τα φτερά των χειλιών σου;
Έφυγε το χρώμα τους
άφησε μια γεύση χαρμόσυνη
σαν καμπάνα
που όταν χτύπησε
έπεσε ένα πιάνο
στο κεφάλι μου.
Λάτρεψα τον δεξιό σου
κυνόδοντα
γιατί θριάμβευσε υπερβατικά
καρφώνοντας λάμψη
στα μάτια
της σκοτεινής μου μήτρας.
Τώρα ο αέρας έχει
το χρώμα των φαντασμάτων
αληθοψευδές κι αλλήθωρο
κι ένα χέρι
που απαρνήθηκε
τον εγωισμό του
μετράει
κομμένα δάχτυλα
απόψε.
Α Ν Ε Κ Π Λ Η Ρ Ω Τ Ο
Πείτε μου για το σχήμα των σωμάτων
την καμπυλότητα της σιωπής τους
τις κινήσεις που λαχανιάζουν τους γοφούς τους
για την αντοχή τους στα χτυπήματα
και στην υψηλή θερμοκρασία των υποσχέσεων
για τη μυρωδιά της υγρασίας
που ξεδιψά τη γλώσσα τους
για τον εξαγνισμό τους
μέσα στην καύση των κλειστών τους ματιών
και για τη βελουδένια αφή
των κολλημένων τους χεριών
στο γυαλόχαρτο της αιωνιότητας.
Πείτε μου ύστερα
πώς ξεκληρίζονται τα μέλη τους
το ένα μετά το άλλο
για τις πικρές σκιές που πίνουν
και πώς πέφτει στον κάλαθο των αχρήστων
τυφλός, άλαλος, άμυαλος και ματωμένος
ο σκοτωμένος από έρωτα.
Η συλλογή Φρην αποτελείται από 40 ποιήματα, στα οποία το ποιητικό υποκείμενο, ορμώμενο από ατομικά ή διαπροσωπικά και κοινωνικά στιγμιότυπα, αφυπνίζεται και εξωτερικεύει - κοινωνεί τις εσωτερικές του διαδρομές κι αναζητήσεις, συναφώς προς ποικίλους προβληματισμούς, βιώματα και αξίες, που διαχρονικά απασχολούν τον άνθρωπο και τη συλλογική συνείδηση, διλήμματα, επιλογές, αποφάσεις, δράσεις και την εν γένει πορεία του βίου του, προκειμένου να νοηματοδοτήσει την ύπαρξή του.
Η φρην, νοουμένη είτε ως λόγος, είτε ως συναίσθημα, είτε ως επιθυμία (πρβλ. Πλάτωνος, Πολιτεία, περί λογιστικού, θυμοειδούς και επιθυμητικού μέρους της ψυχής), σηματοδοτεί το τρίγωνο, που διαγράφει η πορεία της ανθρώπινης σκέψης, βούλησης, δράσης, δημιουργίας, ενώ στις κορυφές του τριγώνου τοποθετείται ο άνθρωπος ως εγώ, εσύ, ο άλλος / οι άλλοι / εμείς (ατομικότητα, ετερότητα, συλλογικότητα), κινούμενος στους τρεις, σχετικούς, χρονικούς άξονες του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, και προσεγγίζοντας επίσης τρεις οντολογικού-ηθικού διαφέροντος γενικές έννοιες, της αναγκαιότητας, του καθήκοντος, της αυτονομίας/υπέρβασης, διά των οποίων θα μπορούσε να ιδωθεί η πορεία της ύπαρξης.
Σε κάθε περίπτωση, η ύπαρξη αποκτά νόημα μέσα από τη διαρκή δράση, την αλληλεπίδραση, τον αγώνα, τις συγκρούσεις, τα δίπολα∙ ο άνθρωπος βρίσκεται τρόπον τινά σε πόλεμο, δίνοντας μάχες τόσο με τον εαυτό του όσο και με τους άλλους, μέσα σε έναν κόσμο αμφίβολο, όπου τα «πάντα ῥεῖ, πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει», σε έναν κόσμο γεμάτο επιθυμίες, φόβους, πάθη, προσδοκίες, αντιθέσεις, έρωτες, θανάτους, όνειρα, λάθη, αποτυχίες κι επιτεύγματα, τον οποίο έχει ευθύνη να κάνει καλύτερο.