}

Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2017

Ρήγματα




 

 

Πρώτο
 

Θα ρίξω όλα τα ποιήματα
στα μάρμαρα
να σπάσουν.
Κι όταν έρθει
το φιλόμουσο κοινό
με την εκδικητική του σκούπα
θα σαρώσει
φτιάχνοντας κολάζ.
Το μισό μου μάτι
μια ακρίδα καλοκαιρινή
ετοιμοθάνατη
οπωσδήποτε τριαντάφυλλα
κάγκελα στον πάγο
ελάτινους σταυρούς
τους σπόρους της παπαρούνας
και φρέσκα κουτιά
γεμάτα αχρησιμοποίητα φτεροκοπήματα.
Ύστερα θα φτύσει κόλλα
και θα φύγει.

 
Δεύτερο

Δυστοκία
δυσκαμψία
δυσθυμία
και δυσκοιλιότητα.
Να σου αδειάσω
μερικές λέξεις στο στόμα
να’χεις κάτι να λες;
Να σου καρφώσω
πέντ’ έξι φτερά στα πόδια
να μη σέρνονται  
γδέρνοντας το παρκέ;
Μήπως να σου φέρω
κι ένα γυναικείο τσίρκο
να σου φτιάξει τη διάθεση;
Ή να πέσω με φόρα
πάνω στην κοιλιά σου
να ξεράσεις;
Τα εγώ μας
δεν έχουν καμιά δουλειά
με γυμνεναγκαλισμούς
γλωσσασπασμούς
και ερωτοαγάπες
γι’ αυτό ας είμαστε σύντομοι.

 
Τρίτο
 
Τα μολύβια
έχουν τρεις χρήσεις.
Γράφουν ιστορίες
πιάνουν τα μακριά μαλλιά
και σκοτώνουν εντέχνως
τα ασκόπως περιφερόμενα.

 
Τέταρτο
 
Είχε ένα ενδιαφέρον
για τον παρατηρητή
-δεν αντιλέγω -
η πολιτική ανάλυση
της τρέχουσας κατάστασης
τα φιλετάκια
με σως γνωστού σεφ των προαστίων
και τα μανικετόκουμπα
που καθρεπτίζονταν
στο κρυσταλοπότηρο
με τις πεπαλαιωμένες ταννίνες.
Και οι συνδαιτημόνες σαφώς
με τις ίδιες ακριβώς μοίρες
στην κλίση του ελαφρού μειδιάματος.
Θυμήθηκα τη γιαγιά μου
που μαγείρευε στο πετρογκάζ
και μονολογούσε
όλα τα γουρούνια
την ίδια μούρη έχουνε.

 
Πέμπτο
 
Σηκώθηκε
Ντύθηκε
Πλύθηκε
Δούλεψε
Ψώνισε
Μαγείρεψε
Κοιμήθηκε.
 
Σηκώθηκε
Ντύθηκε
Πλύθηκε
Δούλεψε
Ψώνισε
Μαγείρεψε
Κοιμήθηκε.
 
Σηκώθηκε
Ντύθηκε
Πλύθηκε
Δούλεψε
Ψώνισε
Μαγείρεψε
Κοιμήθηκε.
 
Σηκώθηκε
Ντύθηκε
Πλύθηκε
Δούλεψε
Ψώνισε
Μαγείρεψε
Κοιμήθηκε
Πέθανε.

 
Έκτο
 
Τις γιορτές
πάντοτε φορούσαμε
τα καλά μας
για να εκπλήξουμε
τη μιζέρια
όταν αργότερα
μας κόλλαγε στον τοίχο
και μας σταύρωνε.
Κι εκείνη τότε
έβαζε όλη της την τέχνη
και μάτωναν, που λες
μέχρι και τα σκουπόξυλα.

 
Έβδομο
 
Δεν έχει φαγητό σήμερα.
Θα φάτε ο ένας τον άλλον
και θα τρυπήσουν τα στομάχια σας
απ’την υψηλή οξύτητα
της συναδελφοσύνης.

 
Όγδοο
 
Οι άνθρωποι μερικές φορές
ονειρεύονται ένα δωμάτιο
εκτός χρόνου και τόπου
που θα το έβαφαν κόκκινο
τα μυστικά τους απωθημένα.
Θα μπορούσε να υπάρξει
εάν δεν ήταν οι ίδιοι
εκεί.

 
Ένατο
 
Σκάλιζαν χωράφια
οι φτωχοί άνθρωποι
για να πεθάνουν
και να σκαλίζουν
τον παράδεισο.
Είναι άδικο αυτό
νομίζω.

 
Δέκατο
 
Μερικές κατάκοπες γυναίκες
γιορτάζουν τα γενέθλιά τους
ανάβοντας τις περλέ τους ανασφάλειες
και σβήνοντας αλήθειες
καθώς φυσούν κέρινα ερωτηματικά.
Μερικοί άνδρες αντίστοιχα
ονειρεύονται πεταλούδες
τη μέρα εκείνη
ξετυλίγοντας πουκάμισα
δώρα απ’ το πολυκατάστημα
και καπνίζοντας πούρα περιπτέρου
που αγόρασαν ειδικά για την περίσταση.

 
Ενδέκατο
 
Έχουμε λοιπόν
καινούργιες μουσικές
ο χρόνος άλλαξε
οι ρυτίδες έβγαλαν σαράντα πόδια
ο κρεοπώλης πέθανε
τα ρούχα ξέβαψαν
και αρχίσαμε να φορούμε
παντόφλες.
Εν τω μεταξύ
αυτή η ετήσια
τακτική γενική συνέλευση
των ενόχως επαναλαμβανόμενων
δηλώσεων άρνησης
είναι ο μεταμφιεσμένος
γνωστικός μυρηκασμός
αυτών που έχουν την ψευδαίσθηση
ότι με δόντια λευκά και χάσκοντα
εξαπατούν τον παρατηρητή.
Ο Παρατηρητής είναι πάντοτε
ευφυής κι εκπαιδευμένος.

 
Δωδέκατο
 
Ήθελα να γίνω η σκιά σου
κι εγινα η σκιά σου
για να τυπώνω στις μαύρες τρύπες σου
ανορθόδοξα τον έρωτα
να ντρέπεσαι να κυκλοφορήσεις.

 
Δέκατο τρίτο
 
Άνοιξα την κοιλιά μου
και άρχισα να ξαχαρβαλώνω
όλα τα γρανάζια.
Ξεκουρδίστηκα
γι’αυτό δεν με ακούτε πια.

 
Δέκατο τέταρτο
 
Όλοι φωνάζουν για κάτι
κι εγώ δεν αντέχω
γιατί οι φωνές δαγκώνουν
τον λεπτότατο υμένα
που καλύπτει
το υποβοηθούμενο στόμα μου.
Τότε αυτό γίνεται ρήγμα
πιο βαθύ
κι από πηγάδι άπατο
πιο ανήμπορο
κι από μυρμήγκι σκοτωμένο.

 
Δέκατο πέμπτο
 
Με αγαπούν οι άνθρωποι
μου’ βαλαν και φωτιά να μην κρυώνω
φυσικά γνώριζαν καλά
ότι δεν ζωντανεύει η στάχτη.
Έτσι απλά τους κοίταξα
φτύνοντας στα μάτια τους το φόβο
κι έστειλα λίγη ενοχή
να παραμονεύει κάτω
απ’ τα ήσυχα κρεβάτια τους.


Δέκατο έκτο

Άκουσα μια φωνή να λέει:
τιμωρείται για τις αμαρτίες του.
Πετάχτηκε τότε η φωνή της λογικής
και είπε:
βαφτίσατε τον εγωισμό, την ενοχή, την ανασφάλεια
ως αμαρτία
και ως τιμωρία
την άθλια ικανοποίηση που παίρνετε,
όταν, ο,τι δεν έχετε,
το έχει ο άλλος και το χάνει.


[Αν δεν μπορείς να βάλεις μυαλό,
πλύνε τουλάχιστον αυτό που έχεις.]