Όταν η άνοιξη άπλωσε τα πλουμιστά φτερά της
στους άσπιλους λεμονανθούς και στα μεγάλα πεύκα
στον κήπο με ροδόδενδρα πορφυρογεννημένα
μάζεψα τον απόηχο απ'τα πατήματα σου
καθώς στον ήλιο άπλωνα τα χάλκινα μαλλιά μου.
στους άσπιλους λεμονανθούς και στα μεγάλα πεύκα
στον κήπο με ροδόδενδρα πορφυρογεννημένα
μάζεψα τον απόηχο απ'τα πατήματα σου
καθώς στον ήλιο άπλωνα τα χάλκινα μαλλιά μου.
Ο κήπος γύρω έβραζε μα πιο πολύ η καρδιά μου
και έτρεξα για να σε βρω να δω τι χρώμα έχουν
τα χείλη και τα μάτια σου όταν το φως τα λούζει
μα την καρδιά σου πιότερο ήθελα να ακούσω
σαν πεταλούδα αέρινη θαρρούσα πως πετούσε.
Και σαν σε είδα όνειρο νόμιζα πως με πήρε
κι αμέσως σε αγάπησα, τι πιο 'μορφο στον κόσμο
μα με αγάπησες κι εσύ αγγελοστολισμένε
κι ο κήπος όλος γέμισε με έρωτα κι αγάπη
και τα λουλούδια γέλαγαν και τα πουλιά χορεύαν.
Το καλοκαίρι έφτασε και στην πολύ τη ζέστη
ήταν δροσάτο το φιλί που άφηνες στο στήθος
τη θάλασσα απέραντη θέα γαληνεμένη
είχαμε σαν σεντόνι μας τα πρωινά εκείνα
και τις νυχτιές μας σκεπαζε η μουσική των άστρων.
Τα φύλλα το φθινόπωρο στον κήπο ξεψυχούσαν
μα τα κλαριά ζωντάνευαν παρ'όλη τους τη γύμνια
ο βαθυμέλας ουρανός έστελνε πρωτοβρόχι
που χάιδευε διακριτικά τα πιο βαθιά φιλιά μας
εκείνα που με μέθαγαν σαν το γλυκό κρασάκι.
Ήρθε χειμώνας παγερός με χιόνια και σκοτάδι
μα της αγάπης τ' άγγιγμα ζέσταινε το κρεβάτι
η νύχτα έπεφτε βαριά μου' φερνες το φεγγάρι
μαζί με τ'αστρα τα λαμπρά το φως τους να στολίζει
τα παθιασμένα χείλη μας, τ'αγκαλιασμένα χέρια.
Τρέχαν τα χρόνια σαν νερό θέριευε η αγάπη
τη ζήλεψε μια μάγισσα πέτρινη η καρδιά της
και διέταξε τους δαίμονες να ρίξουν καταιγίδες
μ' αρρώστια να γεμίσουνε όλα τα σωθικά σου
δε μπόρεσε το θάνατο να διώξει το φιλί μου.
Πάγωσε η ανάσα σου και κόπηκ' η δική μου
είπα στο γεροθάνατο να έρθει να με πάρει
κι εκείνος μου απάντησε ότι δεν ήταν ώρα
στολίστηκα, χτενίστηκα και γύρισα την ώρα
και μπήκα κάτω απ' τη γη για να σε συναντήσω.