}

Δευτέρα 21 Μαΐου 2018

Με λένε Νιώθω

Με τη βραχνή φωνή του
περιφέρεται αόκνως
τεμαχίζει μια πλάκα σκοτεινιάς
γλύφει αργά τα τελευταία ψίχουλα
ξαπλώνει το τσιμέντο σώμα του
πάνω σε ζαρωμένη κλίνη
κοιτάζει λοξώς το ταβάνι

- Θα πέσεις;
  Πότε θα πέσεις;
  Μου είχες υποσχεθεί.

Ο αέρας μυρίζει πανσέδες και λιβάνια
εδώ κι εκεί στήνουν καρτέρι εξαπτέρυγα
κοιτιούνται οι γκρεμισμένοι τοίχοι μεταξύ τους
καθώς βλέπουν να κυλιέται μια κατάντια.

- Ούτε σήμερα θα πέσεις λοιπόν.

Από την κλειδαρότρυπα
φυσάει αγέρας σε θερμοκρασία παγετού
μαζί του τρυπώνει πλάσμα ρασοφόρο
με μαλλιά που ξεμακραίνουν στην ανυπαρξία
και χέρια διάπλατα αναπηδώντας.
Θηλυκό μεταμορφωμένο σε αντοχή.
Ζητεί συγγνώμη που γκρεμίζει ανάστροφα
το ταβάνι βλασφημώντας.
Παύση στην ιεροτελεστία του σακάτη χρόνου.

- Η ψυχή που θες να φας κυλώντας
   θα τραφεί στο βορά και στο νότο της κοιλιάς μου
   με αστείρευτη συμπαντική μανία.

Απορεί εντελώς κοιτώντας ασυνείδητα
προς ανατολάς.

- Τι είσαι συ;
- Δεν είμαι ακόμη, αλλά θα γίνω
    η ανάσα που το στόμα σου γραπώνει
    το αίμα που σταλάζει στην καρδιά σου
    κι αν θες γυμνή θα περιφέρομαι
    στις στραγγισμένες αρτηρίες σου.
    Κοιμήσου τώρα εσύ βαθιά
    γιατί εγώ πρέπει να ετοιμάσω τα συμβόλαια.

[Σκοτεινά κατάλοιπα.]