Κι όλο φυσούσε
στον αλαφρότοπο
όλο φυσούσε
και σήκωνε τα γυμνά σανίδια
κι από κάτω
μούγκριζαν τα βράχια.
Στεκόσουν ανήμπορος
με το’να χέρι
να ξαναδίνει όρκο
στο μονόγραμμά της
και τ’ άλλο
να σταυρώνει
τα ίδια και τα ίδια
που λαχταρούσαν
το φευγιό.
στον αλαφρότοπο
όλο φυσούσε
και σήκωνε τα γυμνά σανίδια
κι από κάτω
μούγκριζαν τα βράχια.
Στεκόσουν ανήμπορος
με το’να χέρι
να ξαναδίνει όρκο
στο μονόγραμμά της
και τ’ άλλο
να σταυρώνει
τα ίδια και τα ίδια
που λαχταρούσαν
το φευγιό.