}

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2019

8η Μαρτίου.

Δυσκολεύομαι πολύ για να γεννήσω παιδιά, ιδέες, όνειρα. Το βράδυ σε μια στενή καρέκλα με μαζεμένα πόδια στο στήθος σαν εκκρεμές ταλαντεύομαι μεταξύ γυναίκας και θαύματος, μεταξύ ανθρώπου και εξαρτήματος, μεταξύ εαυτού, άλλων και παράλλων. Στραβό σώμα με το κεφάλι λοξό, την μέση σπασμένη να γέρνει δεξιά, τα χέρια ανάγλυφα και πρησμένα, το στόμα ανάποδη ημισέληνος. Είμαι όμορφη με τις γεμάτες φλέβες μου και τα κουρασμένα πόδια μου. Είμαι ένα τίποτα, αναμεμειγμένο με αυτολύπηση. Είμαι αυτό που βλέπεις, τίποτα περισσότερο. Είμαι αυτό που θα ήθελες να ήμουν και εγώ το ξέρω καλά αυτό σου το ελάττωμα. Φαίνεται σαν κλείνεις τα μάτια. Το φαγητό βράζει, τα ρούχα αναπαύονται σε στοίβες, τα μαλλιά στάζουν. Λίγο ζεστό νερό για να πλυθώ δεν έμεινε, έτσι παγώνω. Η κουβέρτα ζεσταίνει τα πόδια, ένα φιλί φωτίζει την κοιλιά ή σπάει το κεφάλι. Μου κράτα το χέρι σαν κοιμάμαι το απόθεμα ή το μισό μου άλλο. Κάτι για να κρατηθώ. Το ρολόι χτυπάει, ο ήλιος βγαίνει, οι μηχανές βουίζουν. Ο καφές μυρίζει, οι φωνές χορευούν, τα δόντια τρίζουν. Είμαστε όλοι όμορφοι και ευτυχισμένοι. Είμαστε όλοι ζωντανοί και τρέχουν τα πόδια μας μέσα στα παπούτσια μας. Κοιτάω τριγύρω και βλέπω τόση μαζεμένη ευαισθησία, τόση σημασία, τόση ώρα περιμένω. Κοιτάω μέσα μου και άλλοτε το βιολί ταράζει τα ενδιάμεσα διαλείμματα κι άλλοτε δεν έχει ούτε έναν επισκέπτη. Κοιτάω δίπλα και το παράθυρο είναι άσπρο και φωτεινό ή βρέχει ασταμάτητα. Σκέφτηκα ποτέ να το αλλάξω; Κραγιόν, κι άλλο κραγιόν, πολύ κραγιόν και κόκκινο, και άρωμα, και πούδρα, και κάλτσες θηλυκές. Άλλοτε κάτι να μην κρυώνω και μια λοξή ματιά στην κλειδαριά της πόρτας. Κλείδωσα; Έφαγα; Έφαγαν; Έφυγαν; Ξεχείλισε η τσάντα μου, χρειάζομαι μια δεύτερη, πονάει το δόντι μου εδώ κι έναν μήνα, πρέπει να το αλλάξω. Τα σκουπίδια μαζεύτηκαν, το παιδί κοιμήθηκε, ο άντρας περιμένει. Το ίδιο κι εγώ . Ένα λεωφορείο, έναν λογαριασμό, έναν άνθρωπο. Νύχια πλαστικά, μαλλιά φτηνά, ρούχα κοντά, περιοδικά με λάμψη. Χάλασα. Όταν ήμουν μικρή δεν έντυνα έτσι τις κούκλες μου. Νύχια κομμένα, ρούχα ακριβά, άρωμα ταξιδιού, βαλίτσα γεμάτη. Χάλασα. Παλιά κολυμπούσα στη θάλασσα με αυτιά κλεισμένα. Τετραπέρατα μυαλά κομμένα στον πάγκο της κουζίνας, δύο λεπτά κι έρχομαι, ψυχή παιδιού ή εμμονή σε βιολογικά λάχανα και ντολμαδες καλοτυλιγμένους. Το χάπι μην ξεχάσω. Όχι, δεν σε αγαπάει πια, ούτε εσύ τον αγαπάς, αλλά δεν γίνεται αλλιώς. Ναι, το φιλί αυτό ήταν εκτοξευτήρας και χείμαρρος σε κάθε αδένα. Ίσως να φταίει που είναι η φύση μου πολύπλοκη. Ίσως να φταίει που δεν μπορεί να καταλάβει κανείς. Με νοιάζει, δε με νοιάζει, ίσως να φύγω. Έχω επιλογή, δεν έχω τίποτα απολύτως, μόνο μελανά σημάδια πάνω μου. Βρέχει, μπορώ τώρα να τρέξω στον δρόμο να χαθώ, να ξεπλυθώ και να ξεχάσω. Είμαι θυμωμένη, γιατί οι αναφορές δεν έφτασαν στην ώρα τους. Εδώ εγώ αποφασίζω και διατάζω. Χτυπάει το τηλέφωνο. Τι έχουμε για φαγητό; Εμένα. Έβγαλα ρίζες εδώ. Είμαι αλλού και είμαι καλά. Πού είμαι; Πού έβαλες τα πράγματά μου; Φωνάζω. Κανείς δεν με ακούει; Ουρλιάζω, σπάνε όλα τα υπάρχοντα. Σιωπώ, ο χρήστης αποσυνδέθηκε. Είναι όλα καλά αγαπημένοι μου κι εγώ καλύτερα και θα σας περιμένω. Όλα εν τάξει, όλα εν σοφία, όλα εν υπομονή και ένα πλατύ, βροντερό και γεμάτο γέλιο για τα ανυπόμονα αυτιά σας. Δίπλα ανθίζουν μυγδαλιές και μυρίζει όμορφα. Παραδίπλα ανάβουν φωτιές και μυρίζει απόγνωση. Δεν γιορτάζω σήμερα, γιατί έχω όνομα και ημερομηνία γέννησης. Μπορείτε να αφήσετε λουλούδια και ευχές αύριο ή μεθαύριο που θα με θυμάστε καλύτερα. 

Ένας άνθρωπος [που γεννήθηκε γυναίκα].