Στο πηγάδι των νεκρών ευχών
μια χαραμάδα κούνησε το δάκτυλο
της δώρισα μια ασφυξία
πατσίσαμε και πέρασα
στη άλλη πλευρά του τοίχου
γδαρμένη μέχρι το μεδούλι
με τις αυτοκαταστροφικές λεπίδες μου
κατάκοπες και νηστικές
και το ηλεκτροφόρο αίμα μου
ανάστροφα κινούμενο.
Με φρόντισε ένα τρισεύγενο σκοτάδι
μ' αγκάλιασε με μεγαλοπρεπές βελούδο
φίλησε τόσο πολύ τα αιμοσταγή μου χέρια
που έγινε εραστής μου
μην πεθάνεις, μου ζήτησε
τρέφομαι από σένα
δεν πεθαίνω, απάντησα
γιατί οι πεθαμένοι δεν πεθαίνουν.
μια χαραμάδα κούνησε το δάκτυλο
της δώρισα μια ασφυξία
πατσίσαμε και πέρασα
στη άλλη πλευρά του τοίχου
γδαρμένη μέχρι το μεδούλι
με τις αυτοκαταστροφικές λεπίδες μου
κατάκοπες και νηστικές
και το ηλεκτροφόρο αίμα μου
ανάστροφα κινούμενο.
Με φρόντισε ένα τρισεύγενο σκοτάδι
μ' αγκάλιασε με μεγαλοπρεπές βελούδο
φίλησε τόσο πολύ τα αιμοσταγή μου χέρια
που έγινε εραστής μου
μην πεθάνεις, μου ζήτησε
τρέφομαι από σένα
δεν πεθαίνω, απάντησα
γιατί οι πεθαμένοι δεν πεθαίνουν.