}

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2019

Βροχή

Ήξερα ότι θα’  βγαινες έξω με τη βροχή, δεν είναι προδοσία, άλλωστε, μια σύντομη εγκατάλειψη των υπογείων διαδρομών. Πέρασες μέσα από τα κάγκελα και κοίταξες τον ουρανό με εκείνα τα παιδικά μάτια που διψούσαν για μαγικές σταγόνες. Ακουσα να σκέφτεσαι ότι κλαίει μαζί σου ο θεός. Εσύ πίστεψες σ'εκείνον κι εγώ σε σένα. Όμως τι σημασία έχει η πίστη, όταν νοτίζουν τα κόκκαλα και κρυώνουν, όταν στάζουν τα μαλλιά το σύννεφο στη λάσπη, όταν ξεπλένεται το χρώμα της ανάμνησης, όταν η προσευχή βγαίνει σαν αδέσποτος ήχος που στριγγλίζει. 
Τόσο βαριές ήταν οι στάλες, που θύμισαν σκέτο θάνατο. Στάθηκα στην άκρη του δρόμου, φορώντας το καλό μου φόρεμα, το αιμάτινο, και σε περίμενα. Είχες υποσχεθεί να μοιραστείς κάποια βροχή μαζί μου. Δραπέτευσε από μέσα σου άφωνο το τελευταίο φύλλο του φθινοπώρου, να μου σκουπίσει το πρόσωπο. Ήθελα να σπάσω μια βιτρίνα, να κλέψω μια κούκλα και να της μοιάσω, γιατί δεν είχα πρόσωπο, και να κρεμάσεις το ομοίωμα στη χούφτα σου, πάνω στη γραμμή της ζωής. 
Είναι νύχτα πια. Δεν πρόλαβε να βγάλει το ουράνιο τόξο της η φλέβα μου. Σαν απόγονος της Αντιγόνης ψάχνω χώμα να θάψω τα άδεια χέρια μου. Όπου κι αν πατήσεις γλιστράς, πέφτεις πάνω στα δόντια της μνήμης, που τεντώνει επιδεικτικά το δάχτυλο, σημαίνοντας “Να’τοι! Οι παρατημένοι στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ρίξτε πάνω τους νερό να τους ξεπλύνει τ’ όνειρο”. 
Ξημέρωσε, βγήκε ο ήλιος, στέγνωσες. Έμεινε λίγη υγρασία στο υπόγειο, υποκατάστατο μέχρι να ξαναβρέξει.