}

Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2017

Καλοκαίρι μου

Το καλοκαίρι είναι οι μαύροι αρμοί
στα πλακάκια του φωταγωγού
και μια υπνωτισμένη κατσαρίδα
που καίγεται στην άκρη του ήλιου.
Τα χαλίκια τρίζουν μαζί με τα τζιτζίκια.
Ψάχνω έναν τοίχο πάλλευκο
να γράψω στα μάτια του ησυχία.
Πρέπει να βρούμε ένα αθόρυβο λιβάδι
με κοιμισμένους γερανούς
και σκοτωμένες μύγες
ν’ ανάψουμε φωτοβολίδες
και να σκάσουμε μερικά από τα κόκκινα όνειρα
που συζητούσαμε στην άκρη της ταράτσας.
Μα είναι ώρα κοινής ησυχίας
και οι γλώσσες μας δεν έχουν ούτε ίχνος
λαξεμένης ετοιμότητας.
Πρέπει να θυμηθούμε και την τραγική ειρωνεία
αυτή που θα δώσει ήθος στα κατορθώματα.
Αλλιώς δεν θα δείξει σεβασμό
ο κύκλος της ζωής και του θανάτου
θα μπει σε φάση έκτρωσης της μνήμης
φτηνή λύπη που κοιμάται πάνω στο κρεβάτι
με βαρίδια στο προσκέφαλο.
Η γη δε χαμηλώνει ούτε χιλιοστό να γίνει τάφος
γεμίζει και μεγαλώνει και χάσκει
καταπίνει αμάσητα τέρατα με καλώδια
κι όταν μάθει τη συνταγή
σταματά να ξερνά τα στομάχια της αγνότητας.
Τώρα ας βρούμε την άκρη του νυχτολούλουδου
θα μπορούμε λίγο να περιμένουμε βουβοί
μέχρι να ωριμάσουν οι συνθήκες.
Αργεί ακόμη το φθινόπωρο.