}

Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2017

Σκληρή λύπη θερινής νυκτός

Σκονισμένη υψηλή θερμοκρασία
ιδρωμένοι άβολοι ορίζοντες
μυρωδιά πνιγηρής φεγγαραυταπάτης
κάτοπτρα θερινής αυτολύπησης
στις μαστιγιές των αποσπερνών κυμάτων.
Μύρισε δίψα τ' άνυδρο στόμα σου
καθώς ξημέρωνες δίπλα σ’ απατηλές πηγές
στάζοντας θερμή παράκληση
στην άκρη των χειλιών τους.
Ούτε μια στάλα σάλιο δεν σε κέρασαν
κι έφυγες με ανοιχτές ρωγμές
κρατώντας αλεξήλιο κι αποξένωση.
Απολαμβάνω τ’ αλμυρό σταγονίδιο
που απέδρασε απ' το πέλαγος
και βρήκε παρηγοριά
στο στεγνό μου στήθος.
Εσύ που βρίσκεις παρηγοριά;
Σου' χα στην τσέπη διπλωμένο σύννεφο
απόθεμα βροχής στη λειψυδρία.
Το ξέχασες; Το έχασες; Το πέταξες;
Σε αγαπώ
αλλά θα σου γεμίσω μαχαιριές
τα μεταμεσονύχτια χέρια
όταν διαγράφουν
δήθεν αμήχανα χαμόγελα
ελκυστικής πρόθεσης και γοητείας
για μια υποψία υγρασίας σε κακέκτυπα.