Σε σκοτώνω
“Θες να σκοτώσουμε κάποιον;”
Ν. Κ.
Ν. Κ.
Σε σκοτώνω
ο διχοτομημενος σου λαιμός
τυλιγμένος σε μαύρο ξεβαμμένο γιακαδάκι
γέμισε τα πνιγοβόρα δάχτυλα
γλώσσες βγαλμένες έξω με αηδία.
Έχω δύο γλώσσες
μια να κόβει μια να ράβει
και μια ιδεατή να γλύφει
αφειδώς τα σύννεφα.
ο διχοτομημενος σου λαιμός
τυλιγμένος σε μαύρο ξεβαμμένο γιακαδάκι
γέμισε τα πνιγοβόρα δάχτυλα
γλώσσες βγαλμένες έξω με αηδία.
Έχω δύο γλώσσες
μια να κόβει μια να ράβει
και μια ιδεατή να γλύφει
αφειδώς τα σύννεφα.
Μάτια μικρές κουμπότρυπες
ανασκολοπιζόμενα εμμονικά
στάζουν φίδι ανάποδο και αυτοκατασπαραγμένο
κοιτάζουν με κυάλια αυτολύπησης
εμένα, εκείνον, αυτή εκεί απέναντι
που παίζει αειφόρα ζάρια
βάζοντας στοίχημα τις λέξεις της
και τον Οδυσσέα που παλεύει με τα κύματα
κλέβουν σταγόνες για να βρέξουν
την ξερή οφθαλμαπάτη τους.
ανασκολοπιζόμενα εμμονικά
στάζουν φίδι ανάποδο και αυτοκατασπαραγμένο
κοιτάζουν με κυάλια αυτολύπησης
εμένα, εκείνον, αυτή εκεί απέναντι
που παίζει αειφόρα ζάρια
βάζοντας στοίχημα τις λέξεις της
και τον Οδυσσέα που παλεύει με τα κύματα
κλέβουν σταγόνες για να βρέξουν
την ξερή οφθαλμαπάτη τους.
Έντερα πηχτά σιχάματα
περιστρεφόμενα σε κοντό ποτήρι
ποτισμένο αλκοόλη καθαρή
να σε απολυμαίνω αργόσυρτα όταν
σε σκοτώνω
δεν μεγαλώνει ο κόσμος
με άμμο θαλασσινή στο πιάτο του
δεν τρώει καθήμενος γυμνός στο τραπέζι
αυτά τα κάνουν μόνο άνθρωποι
που φυλάσσουν τη μαγεία
στο πολυμήχανο τσεπάκι τους
και οι ερωτευμένοι λίγο πριν τη σφαγή
του λεκιασμενου απ'τα δόντια δέρματος
κι Εγώ γιατί είμαι Εγώ
και - τι νόμιζες; - μπορώ να
σε σκοτώνω
με την συγκεκροτημένη ευρυθμία
του άρτιου και οικοδομήσιμου σπαθιού μου
ο ήχος του στα πέρατα
αλαλαγμός αγγέλου που χωνεύει τα δαιμόνια.
περιστρεφόμενα σε κοντό ποτήρι
ποτισμένο αλκοόλη καθαρή
να σε απολυμαίνω αργόσυρτα όταν
σε σκοτώνω
δεν μεγαλώνει ο κόσμος
με άμμο θαλασσινή στο πιάτο του
δεν τρώει καθήμενος γυμνός στο τραπέζι
αυτά τα κάνουν μόνο άνθρωποι
που φυλάσσουν τη μαγεία
στο πολυμήχανο τσεπάκι τους
και οι ερωτευμένοι λίγο πριν τη σφαγή
του λεκιασμενου απ'τα δόντια δέρματος
κι Εγώ γιατί είμαι Εγώ
και - τι νόμιζες; - μπορώ να
σε σκοτώνω
με την συγκεκροτημένη ευρυθμία
του άρτιου και οικοδομήσιμου σπαθιού μου
ο ήχος του στα πέρατα
αλαλαγμός αγγέλου που χωνεύει τα δαιμόνια.
Σε σκοτώνω
στο στήθος με τις μισοφαγωμένες ρόγες
στον τρύπιο αφαλό
στο διευρυμένο πενταδάκτυλο αιδοίο
κατευθείαν στον εγκέφαλο
διασταύρωτα κι άνευ αιθυλαιθήρος.
στο στήθος με τις μισοφαγωμένες ρόγες
στον τρύπιο αφαλό
στο διευρυμένο πενταδάκτυλο αιδοίο
κατευθείαν στον εγκέφαλο
διασταύρωτα κι άνευ αιθυλαιθήρος.
Δεν κινούνται οι άνθρωποι
με μύγες που πετούν γύρω απ’ τα πόδια
και κέρατα στην πλάτη
χρειάζονται χέρια απλής αρμονικής ταλάντωσης
και ασήκωτους σωρειτομελανίες
σε είδε ο ποιητής και ξέρασε
μυριόστομα γέλια ηδονής
καθώς ιδρωκοπούσες να πεις αψοφητί
στη νοηματική σου γλώσσα
φωνασκίες συμπλεγματικές
και μικρές αγγελίες μεταχειρισμένων εαυτών
που κλαυθμηρίζουν μπρος στο θάνατο.
με μύγες που πετούν γύρω απ’ τα πόδια
και κέρατα στην πλάτη
χρειάζονται χέρια απλής αρμονικής ταλάντωσης
και ασήκωτους σωρειτομελανίες
σε είδε ο ποιητής και ξέρασε
μυριόστομα γέλια ηδονής
καθώς ιδρωκοπούσες να πεις αψοφητί
στη νοηματική σου γλώσσα
φωνασκίες συμπλεγματικές
και μικρές αγγελίες μεταχειρισμένων εαυτών
που κλαυθμηρίζουν μπρος στο θάνατο.
Σε σκοτώνω
γιατί μπορώ να πατάω
μεμιασμένα σκουλήκια πεθαμένα
τυλιγμένα με δέρμα ακατέργαστο φιδιών
που βγάλαν την ψυχή τους
μπουκωμένα με σύνοφρυ σκασμό.
γιατί μπορώ να πατάω
μεμιασμένα σκουλήκια πεθαμένα
τυλιγμένα με δέρμα ακατέργαστο φιδιών
που βγάλαν την ψυχή τους
μπουκωμένα με σύνοφρυ σκασμό.
Σε σκοτώνω
μελανείμονες ύμνοι
αφαλοκόβουν με τρισκατάρατα δρεπάνια
τον φόβο τον απέθαντο
κεντώ δικαιοσύνη
με άναστρο βλασφημία
επειδή μετρούσες εις το διηνεκές
τη διαγώνιο της πλατείας
πεπερασμένη, βρώμικη και πολύ φτηνή
για τα γούστα των θνητών
που γράφουν σε αδρανή αποκόμματα
εφημερίδας τοπικής
δισδιάστατες αθλιότητες
και ψύχουλα αδιάφορα
μιας βεβιασμένης ερμαφρόδιτης ανυπαρξίας.
μελανείμονες ύμνοι
αφαλοκόβουν με τρισκατάρατα δρεπάνια
τον φόβο τον απέθαντο
κεντώ δικαιοσύνη
με άναστρο βλασφημία
επειδή μετρούσες εις το διηνεκές
τη διαγώνιο της πλατείας
πεπερασμένη, βρώμικη και πολύ φτηνή
για τα γούστα των θνητών
που γράφουν σε αδρανή αποκόμματα
εφημερίδας τοπικής
δισδιάστατες αθλιότητες
και ψύχουλα αδιάφορα
μιας βεβιασμένης ερμαφρόδιτης ανυπαρξίας.
Σε σκοτώνω
τι νόμιζες
ότι δεν μπορώ Εγώ
να σε σκοτώσω;
τι νόμιζες
ότι δεν μπορώ Εγώ
να σε σκοτώσω;