στη μοναδική μου βλάβη
άκουγα και την καρδιά μου
βεβαιότητα πως ζούσα
δεν μπορώ να ξεχωρίσω
πότε βρέχει πότε κλαίει
του συννέφου μου ο ίσκιος
όπως διαπερνά το τζάμι
και με χάρη περιπαίζει
την εγκράτεια των χεριών μου
που ελεύθερα αν ήταν
θα διαρκόρπιζαν στο σύμπαν
των φιλιών σου τα ρημάδια
και της μνήμης σου τις στάχτες
για να κοιμηθώ γαλήνια
στον υπέρλαμπρο το λάκκο
που μου έσκαψες μ' αγάπη.