Όσο νυχτώνει και κοκκινίζει ο χρόνος
καταπίνοντας της μέρας τα πνευμόνια
βγαίνει η σκοτεινή σου όψη
χωρίς μιλιά, αλάθητη, συγκρατημένη
μα το μέτωπό σου είναι διάφανο
και όπως γυρίζουν με φόρα πίσω του οι λέξεις
βλέπω τ΄ανείπωτα με τεντωμένα δάχτυλα
να έρπουν πάνω στο γυμνό μου στήθος
τότε, ακόμη και η σχεδόν αθόρυβη αναπνοή σου
απορυθμίζει το μέτρο έκκρισης δακρύων μου
και γίνομαι δυο μαύρες τρύπες
μια για να σε κλείσει μέσα της
και η άλλη για να σε γεννήσει.
καταπίνοντας της μέρας τα πνευμόνια
βγαίνει η σκοτεινή σου όψη
χωρίς μιλιά, αλάθητη, συγκρατημένη
μα το μέτωπό σου είναι διάφανο
και όπως γυρίζουν με φόρα πίσω του οι λέξεις
βλέπω τ΄ανείπωτα με τεντωμένα δάχτυλα
να έρπουν πάνω στο γυμνό μου στήθος
τότε, ακόμη και η σχεδόν αθόρυβη αναπνοή σου
απορυθμίζει το μέτρο έκκρισης δακρύων μου
και γίνομαι δυο μαύρες τρύπες
μια για να σε κλείσει μέσα της
και η άλλη για να σε γεννήσει.